- ανάχυμα
- το молочная закваска
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάχυμα — το (AM ἀνάχυμα) νεοελλ. η μικρή ποσότητα από κρύο γάλα που χύνεται μέσα σε δοχείο με γάλα ζεστό για να παρασκευαστεί η μυζήθρα, (αλλ.) πρόγαλα μσν. όρυγμα βαθύ, πρόχωμα αρχ. πλατιά έκταση, ευρύ διάστημα … Dictionary of Greek
ἀναχύματος — ἀνάχυμα expanse neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)